- χρηματομεσίτης
- ο, Ν1. μεσίτης που προμηθεύει δάνεια2. χρηματιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρηματομεσίτης — ο 1. ο μεσίτης που προμηθεύει δάνεια. 2. μεσίτης χρηματιστηρίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)